- ανάβρυση
- ηη ανάβλυση*.[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… … Dictionary of Greek
ανάβλυση — η (Α ἀνάβλυσις) [ἀναβλύζω] (για υγρά) αναπήδηση, εξακόντιση, ανάβρυση … Dictionary of Greek
αναβρύζω — αναβλύζω*, αναβρύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω. ΠΑΡ. ανάβρυση, ανάβρυσμα, αναβρυστικός] … Dictionary of Greek